- δύστομος
- (I)δύστομος, -ον (Α)(για ίππο) αυτός που έχει ατιθάσευτο στόμα, απείθαρχος.[ΕΤΥΜΟΛ. < δυς*- + στόμα].————————(II)δύστομος, -ον (Α)αυτός που κόβεται δύσκολα.[ΕΤΥΜΟΛ. < δυς*- + -τομος < τέμνω].
Dictionary of Greek. 2013.